αντιλογία

αντιλογία
Η αντίρρηση, η αυθάδεια, το αντιμίλημα, αλλά και η αντίφαση, η συζήτηση, η εξέταση μιας υπόθεσης. (Φιλοσ.) Ο νόμος της α. ή αντίφασης, μαζί με τον νόμο της ταυτολογίας και τον νόμο του αποκλειόμενου τρίτου, αποτελούν τους τρεις απλούς νόμους της λογικής. Ο Αριστοτέλης πρώτος διατύπωσε ότι «είναι αδύνατον για δύο αντιλεγόμενα να είναι και να μην είναι συγχρόνως» ή «είναι αδύνατο για κάποιον να κατηγορείται και να μην κατηγορείται για το ίδιο πράγμα με την ίδια έννοια». Από τον 19o αι. διατυπώθηκαν έντονες κριτικές κατά των τριών αυτών νόμων της λογικής.
* * *
η (AM ἀντιλογία)
αμφισβήτηση, αντίρρηση
μσν.- νεοελλ.
απάντηση
νεοελλ.
φρ. «πνεύμα αντιλογίας» — ο αντιρρησίας
αρχ.
1. αντίφαση
2. συζήτηση υπόθεσης
3. διαφωνία
4. στον πληθ. αἱ ἀντιλογίαι
επιχειρήματα εναντίον των επιχειρημάτων άλλου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἀντιλογία — ἀντιλογίᾱ , ἀντιλογία contradiction fem nom/voc/acc dual ἀντιλογίᾱ , ἀντιλογία contradiction fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιλογίᾳ — ἀντιλογίαι , ἀντιλογία contradiction fem nom/voc pl ἀντιλογίᾱͅ , ἀντιλογία contradiction fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αντιλογία — η αντίρρηση, αντιμίλημα: Σ όσα του είπα ήταν όλο αντιλογίες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀντιλογίας — ἀντιλογίᾱς , ἀντιλογία contradiction fem acc pl ἀντιλογίᾱς , ἀντιλογία contradiction fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιλογίαι — ἀντιλογία contradiction fem nom/voc pl ἀντιλογίᾱͅ , ἀντιλογία contradiction fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιλογίαν — ἀντιλογίᾱν , ἀντιλογία contradiction fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιλογιῶν — ἀντιλογία contradiction fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιλογίαις — ἀντιλογία contradiction fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιλογίην — ἀντιλογία contradiction fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιλογίης — ἀντιλογία contradiction fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”